- γλωσσοφαγία
- η·1. βασκανία που οφείλεται σε φθονερές κρίσεις και σχόλια για τις επιτυχίες κάποιου2. συκοφαντία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλωσσοφαγιά — η η κακολογία, τα φθονερά λόγια που λέγονται για την επιτυχία κάποιου και του φέρνουν κακοτυχία: Η γλωσσοφαγιά του κόσμου τούς χώρισε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλωσσοφάγωμα — το η γλωσσοφαγιά … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
γλωσσοφάγωμα — το η γλωσσοφαγιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)